απώλεια θηλυκό
- το να χάσει κάποιος κάτι, το χάσιμο
- η απώλεια ενός αντικειμένου, η απώλεια της ισορροπίας
- ο θάνατος ενός συγγενούς ή γενικότερα ενός σημαντικού ανθρώπου, ο χαμός
- η απώλεια του αγαπητού μας φίλου μάς έχει γεμίσει θλίψη
να λοιπόν μία λέξη, μία έννοια,
που μάλλον δεν την είχα νιώσει τόσο πολύ, όσο έπρεπε.
και λέω έπρεπε, επειδή αυτά σε κάνουν πιο δυνατό,
αυτά σε δημιουργούν χαρακτήρα, γιαυτό και είναι αναγκαία.
γιαυτό έπρεπε.
αντ'αυτού, κάθομαι εδώ σήμερα,
και απλά κοιτάω τον χρόνο να περνάει, ξαφνικά.
απότομα. απρόσμενα.
ενώ τίποτα καθημερινό δεν έχει αλλάξει,
πλέον αυτή η καθημερινότητα με σκοτώνει,
κάτι σαν να τα θέλω όλα, και να μην θέλω και τίποτα.
σαν να σιχαίνεσαι τις μέρες που δεν έχεις δουλειά,
σαν να θέλεις να τις αποφύγεις, επειδή ξέρεις πως τότε,
εκείνες τις στιγμές που θα κάτσεις, εκεί θα σε βρει,
και εύχεσαι να μην υπάρχει κυριακή, μόνο δευτέρα.
οφείλω να παραδεχτώ πάντως,
πως εδώ υπάρχει κάτι το πολύ ενδιαφέρον,
καθώς τις τελευταίες ημέρες έχει γίνει συνήθεια αυτή η αίσθηση,
και δεν ξέρω τι μπορεί να γίνει για να αλλάξει.
μάλλον τα έβλεπα διαφορετικά,
δεν μπορώ ακόμα να πω το είδος της διαφορετικότητας,
αλλά σίγουρα δεν ήταν το ίδιο, σίγουρα δεν μιλούσαμε για τα ίδια πράγματα.
το ερώτημα εδώ είναι το γιατί κάθομαι και τα βγάζω όλα στην φόρα,
με αυτόν τον τρόπο.
και η απάντηση είναι ότι δεν ξέρω άλλο τρόπο,
δεν έχω κάτι πιο κατάλληλο τώρα, δεν ξέρω καν αν έχω κάτι άλλο.
δεν έχω τρόπο, η ησυχία είναι αυτό που έχω,
αυτό που ψάχνω, αφού δεν μπορώ να ηρεμήσω αλλιώς.
μόνο βαδίζουμε και πάλι μπροστά.